- διανοίγεται
- διανοίγωlay openpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόνομος — ο / ὑπόνομος, ον, ΝΑ, και θηλ. υπόνομος, η, Ν το αρσ. ως ουσ. 1. υπόγειος οχετός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων 2. υπόγειο πέρασμα (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β.… … Dictionary of Greek
Διρού, σπήλαια — Ονομασία τριών σπηλαίων στη νότια ακτή του όρμου Διρού. Τα σπήλαια φημίζονται για το φυσικό τους κάλλος, αλλά και για τη γεωλογική, σπηλαιολογική και αρχαιολογική τους αξία. ΑλεπότρυπαΠροϊστορικό σπήλαιο σε ύψος 18 μ. από τη θάλασσα στον Πύργο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
λαπαροτομία — Παλαιότερη ονομασία της ιατρικής μεθόδου της λαπαρασκόπησης (βλ. λ.). * * * η ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία διατέμνεται το κοιλιακό τοίχωμα και διανοίγεται η περιτοναϊκή κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laparotomy. Η λ.… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
νεφρολιθοτομία — και νεφρολιθοτομή, η ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία διανοίγεται ο νεφρός προκειμένου να γίνει αφαίρεση τών λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ., nephrolithotomy (< νεφρ[ο] * + λιθοτομία < λίθος + τομία < τόμος <… … Dictionary of Greek
οσφυοτομία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία διανοίγεται η οσφυϊκή χώρα, κυρίως κατά τις εγχειρήσεις τού νεφρού και τής πυέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + τομία (< τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… … Dictionary of Greek